ἀλυτάρχῃ

ἀλυτάρχῃ
ἀλυτάρχης
chief of police at
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλυταρχία — ἀλυταρχία, η (AM) [ἀλυτάρχης] το αξίωμα και το έργο τού αλυτάρχη …   Dictionary of Greek

  • αλυταρχικός — ἀλυταρχικός, ή, όν (Μ) αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον αλυτάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλυτάρχης + παραγ. κατάλ. ικός] …   Dictionary of Greek

  • αλύτης — I (alytes). Γένος ανούρων αμφιβίων της οικογένειας των δισκογλωσσιδών. Ζουν συνήθως στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη, σε υγρές τοποθεσίες, μέσα σε τρύπες που ανοίγουν στο έδαφος. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 εκ., ενώ το χρώμα τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”